- εκκόκκιση
- ηο αποχωρισμός του σπόρου από τον υπόλοιπο καρπό, το ξεκουκούτσιασμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εκκόκκιση — η και εκκοκκισμός, ο η αφαίρεση τών κόκκων ή τών πυρήνων από διάφορους καρπούς … Dictionary of Greek
βαμβακομηχανή — η μηχανή για την εκκόκκιση του βάμβακος … Dictionary of Greek
διρράβδι — το γεωργικό εργαλείο για την εκκόκκιση τού καλαμποκιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + ραβδί] … Dictionary of Greek
εκκοκιστής — ο αυτός που κάνει την εκκόκκιση … Dictionary of Greek
εκκοκκιστήριο — το και εκκοκκιστήρας, ο 1. μηχάνημα με το οποίο γίνεται εκκόκκιση 2. εργοστάσιο ή εργαστήριο εκκοκκισμού … Dictionary of Greek
εκκοκκιστικός — ή, ό αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή χρησιμεύει στην εκκόκκιση … Dictionary of Greek
κότσαλο — το 1. μέρος τού σταχιού που δεν θρυμματίστηκε στο αλώνισμα 2. στέλεχος τού καρπού τού καλαμποκιού μετά την εκκόκκισή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κόψανον (< κόπτω). Το ψ > τσ (πρβλ. ψευδός: τσευδός) και το ν > λ πιθ. αναλογικά προς τα βότσαλο,… … Dictionary of Greek
εκκοκκισμός — ο η εκκόκκιση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκκοκκιστικός — ή, ό που χρησιμεύει στην εκκόκκιση (βλ. λ.): Εκκοκκιστικά μηχανήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)